Η αξιοπιστία των ιταλικών αυτοκινήτων είναι πονεμένη και, σε σημαντικό βαθμό, παρεξηγημένη. Σίγουρα, έχουν υπάρξει μοντέλα στο παρελθόν που έγραψαν αρνητική ιστορία με τις επισκέψεις τους στα συνεργεία. Εξίσου δεδομένα, όμως, δεν ήταν όλα «γυάλινα». Όχι στο ίδιο επίπεδο με τα ιαπωνικά ή τα κορεατικά, ναι. Κι αυτό, βέβαια, μπορεί να αμφισβητηθεί σε κάποιες -λίγες, είναι η αλήθεια- περιπτώσεις. Μια από αυτές είναι ο κινητήρας FIRE, της Fiat.
Όπου «FIRE» βάλτε «Fully Integrated Robotised Engine». Ελληνιστί, κινητήρας που κατασκευάζεται εξ ολοκλήρου από ρομπότ. Κανόνας σήμερα, επανάσταση για το 1985 όταν παρουσιάστηκε για πρώτη φορά το μετέπειτα «αθάνατο» μοτέρ των Ιταλών, δια χειρός Rodolfo Bonetto. Επιλογή που αν επιλέξουμε να πιστέψουμε τις «κακές γλώσσες» της εποχής, έγινε ακριβώς λόγω των προβλημάτων αξιοπιστίας που μάστιζαν την ιταλική αυτοκίνηση. Σύμφωνα με τις τότε φήμες η Fiat προχώρησε στην αυτοματοποίηση της γραμμής παραγωγής, καθώς τα ζητήματα στην εύρυθμη λειτουργία των μοτέρ (και γενικότερα, των εξαρτημάτων) αποδίδονταν σε ανθρώπινα λάθη. Οι τεχνικοί και μηχανικοί, δηλαδή, δεν έκαναν σωστά τη δουλειά τους, για αυτό χάλαγαν τα ιταλικά αυτοκίνητα.
Πιστέψεις-δεν πιστέψεις τα κουτσομπολιά των 80’s, το γεγονός είναι αδιαμφισβήτητο: η Fiat πραγματοποίησε μια τεράστια επένδυση, εκσυγχρονίζοντας την εικόνα ολόκληρης της βιομηχανίας και δείχνοντας καρέ από το μέλλον. Όχι μόνο αυτό, αλλά αφενός πέτυχε και τον φημολογούμενο σκοπό της, αφετέρου δημιούργησε ένα σύνολο που βαστάει μέχρι σήμερα, 38 χρόνια μετά!
Η συναρμολόγηση του FIRE ξεκίνησε στη μονάδα παραγωγής του Termoli, αρχικά για τα Panda και Uno. To πρώτο ήταν εκείνο που έκανε «σεφτέ» στο ρομποτοποιημένο μοτέρ της Fiat, για να το ακολουθήσει ένα άλλο ιστορικό μοντέλο: το Autobianchi Y10, ή Lancia Υ10 εκτός Ιταλίας, στα 1.108 κ.εκ. και με απόδοση 55 ίππων. Το μικρότερο μπλοκ των 0.9 λίτρων εμφανίστηκε το 1986, παίρνοντας θέση κάτω από τα καπό των Panda/Uno, ενώ το 1993 εμφανίστηκε η 8βάλβιδη 1.200άρα (1.242 κ.εκ.) μορφή του, με απόδοση 60 και 75 ίππων. Το 1998 η κεφαλή αναβαθμίστηκε σε 16βάλβιδη, διαμορφώνοντας την ισχύ στα 80 άλογα και δημιουργώντας -με το Punto- το πιο δυνατό supermini της κατηγορίας μέχρι τα 1.4 λίτρα, καταφέρνοντας να ξεπεράσει ανταγωνιστές με κινητήρες μεγαλύτερης χωρητικότητας. Αργότερα έφτασε και τα 86 άλογα, αναλαμβάνοντας να κινήσει σχεδόν όλη την γκάμα της Fiat (Bravo, Brava και Marea οι πιο γνωστοί εκπρόσωποι).
Η πορεία του FIRE συνέχισε αδιάκοπα, προσαρμοζόμενος συνεχώς στις τεχνολογικές εξελίξεις. Για την ακρίβεια, οδηγώντας τες σε ορισμένα σημεία. Το 2006, ας πούμε, όταν στην εξελιγμένη μορφή T-Jet αποτέλεσε το αντίπαλο δέος του 1.4 TSI και της VW, στο μέτωπο του downsizing. Ή το 2016, όταν αναβίωσε το 124 Spider και εισήγαγε στην αυτοκίνηση το πρώτο εργοστασιακά υπερτροφοδοτούμενο ιταλικό roadster!
Στις τέσσερις δεκαετίες που ρίχνει πιστονιές, ο FIRE έχει εξελιχθεί σε Τurbo Jet και κατόπιν MultiAir, έχει περάσει από δυο συγχωνεύσεις της Fiat (FCA και τώρα Stellantis), δίνει κίνηση σε 30 μοντέλα που συναντάμε στους δρόμους (Cinquecento, 500/Ford Ka MK2, Bravo/Brava, 3 γενιές Panda, Punto/Grande Punto/Punto Evo Alfa Romeo MiTo/Giulietta, Lancia Delta MK3 και Ypsilon μερικά μόνο εξ αυτών), έμαθε να «μιλάει» αμερικανικά (βλέπε Jeep Renegade, Compass και Dodge Dart), εξαπλασίασε την ισχύ του (34 άλογα η πιο αδύναμη εκδοχή στο Panda 1ης γενιάς, 180 η ισχυρότερη στα σημερινά Abarth) και κατασκευάζεται πια πέρα από τον Ατλαντικό (σε Βραζιλία και Η.Π.Α.). Κυριότερα, όμως, κατάφερε αυτό που κατά τη διάρκεια της δεκαετίας του 80 (και του 90), πολλοί θεωρούσαν αδύνατο: τη σύσταση ενός πραγματικά αξιόπιστου ιταλικού κινητήρα, μακριά από βλάβες και συνεχή «μπες-βγες» στα συνεργεία.
Πολλά από τα ανωτέρω μοντέλα -τα παλιότερα στη συντριπτική τους πλειοψηφία- μπορεί να έχουν τα θεματάκια τους με τα ηλεκτρικά/ηλεκτρονικά (άλλη «πληγή» των γειτόνων), όμως από πλευράς κινητήρων δεν απασχολούν τους κατόχους τους πέρα από τα προγραμματισμένα διαστήματα συντήρησης. Ιδίως ο γνήσιος FIRE, στην ατμοσφαιρική του μορφή, γράφει εκατοντάδες χιλιάδες χιλιομέτρων δίχως να βγάλει το παραμικρό. Διαπίστωση που πιστοποιείται από Bravo και Punto με 300 ή 400.000 χιλιόμετρα, τα οποία εξακολουθούν να λειτουργούν κανονικότατα.