Η καινοτομία και η ιστορική σημασία δύσκολα συνδυάζεται καλύτερα σε τέσσερις τροχούς, από ό,τι στο Audi Quattro. Το αυτοκίνητο που έκανε την τετρακίνηση παγκοσμίως γνωστή και άλλαξε το ρου των αγώνων ράλλυ, αλλά κι ολόκληρης της αυτοκίνησης. Το αρχέγονο Quattro παρουσιάστηκε στα τέλη του 1980, προκαλώντας σεισμό στην αυτοκινητοβιομηχανία. Ο συνδυασμός του πεντακύλινδρου υπερτροφοδοτούμενου 2.1 λτ. και του συστήματος τετρακίνησης δημιούργησε έναν «φονέα supercars», που μπορούσε να μεταφέρει 5 επιβάτες και να «εκτελέσει» τα πάντα σε κάθε είδους συνθήκες. To ίδιο μπορεί να κάνει και το συγκεκριμένο, απλά με κινητήρα RS 4.
Ο ήχος του πεντακύλινδρου ήταν ένας από τους κυριότερους λόγους που το Quattro έμεινε στην Ιστορία, ωστόσο ο κάτοχος του συγκεκριμένου ήθελε το κάτι παραπάνω. Αυτό το «κάτι» περικλείεται στους 6 κυλίνδρους του διπλά υπερτροφοδοτούμενου 2.7 λτ., που έκανε «πύραυλο» το πρώτο RS 4. Έναν άλλο «δολοφόνο» σε οικογενειακό περιτύλιγμα, με 380 ίππους και 0-100 χλμ./ώρα σε 4,9 δλ. εν έτει 1999. Σε τέτοια, αν όχι καλύτερα, επίπεδα γκαζιού βρίσκεται πλέον το συγκεκριμένο Quattro, που διαθέτει επίσης ρυθμιζόμενη ανάρτηση, ανθρακονημάτινο καπό και φρένα από Porsche. Οι εμπρός δαγκάνες, για την ακρίβεια, καθώς οι δίσκοι προέρχονται από A8. Το 6άρι χειροκίνητο και η τετρακίνηση του RS 4 Avant είναι επίσης παρόντα, αλλά οι 17άρες ζάντες της TSW κάνουν μια ελαφριά παραφωνία. Τα ημισλίκ Nitto NT05 (σε διάσταση 235/40), αντίθετα, είναι απολύτως ευπρόσδεκτα και ταιριαστά.
Στο εσωτερικό, τα μπάκετ καθίσματα Corbeau LG1 προσφέρουν ρυθμιζόμενη οσφυϊκή υποστήριξη και είναι εξοπλισμένα με ζώνες ασφαλείας τεσσάρων σημείων της, ενώ το ταμπλό έχει επισκευαστεί από κάποιες μικρορωγμές. Το ραδιόφωνο έχει αφαιρεθεί, ωστόσο ο οδηγός έχει στη διάθεσή του ψηφιακό καντράν και ένα αμφιβόλου αισθητικής τιμόνι της Momo. Τα aftermarket όργανα έχουν ενσωματωθεί ομαλά στο πάνω μέρος του ταμπλό, την ώρα που οι δερμάτινες επενδύσεις καλύπτουν μεγάλο μέρος της καμπίνας.
Όποιος ενδιαφέρεται για το «μεταλλαγμένο» Quattro, θα χαρεί να μάθει πως πωλείται. Και μάλιστα σε νορμάλ τιμή, καθώς την ώρα που γράφονται οι γραμμές το υψηλότερο «ποντάρισμα», δεν ξεπερνά τις 16.500 δολάρια (15.560 ευρώ).