Ο όμιλος Stellantis είναι ένα από τα πιο μεγαλόπνοα εγχειρήματα στην αυτοκινητοβιομηχανία, τα τελευταία 30 χρόνια. Μια συγκέντρωση 14 εταιριών και ανάμεσά τους κολοσσοί (αλλοτινοί και σημερινοί), αλλά και ιστορικά ονόματα. Σε τυχαία σειρά, έχουμε και λέμε: Alfa Romeo, Citroën, Fiat, Opel, Vauxhall, Peugeot, Abarth, Ram, Dodge, Chrysler, Jeep, Lancia, DS Automobiles και Maserati. Τόσες μάρκες μαζεμένες, όμως, προβάλλουν σημαντικές δυσκολίες στη διαχείρισή τους. Ο τρόπος που προκρίνει ο CEO της Stellantis, είναι ο πιο απλός.
Ο Carlos Tavares μίλησε στο Reuters για την πρόκληση στο συντονισμό τόσων κατασκευαστών υπό την ίδια σκέπη, ο οποίος εν τέλει καταλήγει σε ένα κριτήριο: την κερδοφορία. Ακόμα και ένα πολυεθνικό γκρουπ σαν τη Stellantis, δεν μπορεί να αντέξει εταιρίες που δεν φέρνουν λεφτά στα ταμεία: «Από οικονομοτεχνικής άποψης, δεν μπορούμε να έχουμε εταιρίες που δεν βγάζουν χρήμα. Όποιος κατασκευαστής δεν είναι κερδοφόρος, θα τον κλείνουμε. Τόσο απλά». Οριζόντια μέτρα, με συγκεκριμένους αποδέκτες. Ο Tavares, βέβαια, δεν κατονόμασε για ποιους «χτυπάει η καμπάνα», αλλά είναι χρόνια γνωστό ποιες εταιρίες στους κόλπους της Stellantis αγωνιούν.
Πρώτη και…χειρότερη, η πάλαι ποτέ κραταιά Chrysler. Με δυο αυτοκίνητα όλα κι όλα γκάμα, πωλήσεις που ξύνουν τον πάτο της κατάταξης για πάνω από 10 χρόνια και μοναδική αχτίδα αισιοδοξίας το πρωτότυπο Airflow, η αμερικανική φίρμα είναι πρώτο φαβορί για «τσεκούρωμα». Η Lancia βγήκε μεν από τη στενωπό, αλλά το νέο Ypsilon θα πρέπει να βγάλει θετικό ισοζύγιο για να καθαρίσει εντελώς κάθε σύννεφο πάνω από το Τορίνο. Η Maserati, αντίθετα, βρίσκεται σε πολύ πιο δυσχερή θέση. Το ίδιο ισχύει και για τη DS Automobiles.
Η Stellantis μπορεί να είναι η τέταρτη μεγαλύτερη αυτοκινητοβιομηχανία στον κόσμο, αλλά η διαχείριση τόσων πολλών εμπορικών brand αποδεικνύεται δύσκολη σε έναν ολοένα και πιο ανταγωνιστικό κλάδο. Οι μετοχές υποχωρούν φέτος κατά 22% μετά τα ασθενέστερα από τα αναμενόμενα οικονομικά αποτελέσματα το πρώτο εξάμηνο του 2024. Τα προσαρμοσμένα λειτουργικά έσοδα μειώθηκαν κατακόρυφα κατά 40%, κυρίως λόγω της αγοράς της Βόρειας Αμερικής. Τα καθαρά έσοδα μειώθηκαν κατά 14%, ενώ τα καθαρά κέρδη μειώθηκαν κατά 48%.