Από το 2010, που εμφανίστηκε το Dacia Duster, μέχρι σήμερα αποτελεί ένα από τα πιο καλοπουλημένα SUV της Ευρώπης. Συνθήκη που ενίσχυσε το πλήρως εκσυγχρονισμένο δεύτερης γενιάς μοντέλο, που ανανεώθηκε πέρσι και συνεχίζει ακάθεκτο την αθρόα εισροή χρημάτων στα ταμεία της γαλλορουμανικής εταιρίας.
Ειδικά όταν εφοδιάζεται με τον 1.5 Blue dCi και το σύστημα τετρακίνησης, συνιστά μια από τις πιο ενδιαφέρουσες προτάσεις και από τις πολύ λίγες off-roaded προσανατολισμένες της κατηγορίας! Το τετρακίνητο ντίζελ Duster ξεκινά από τις 23.560 ευρώ και την έκδοση Ambiance, που διαθέτει τα απαραίτητα (6 αερόσακους, Hill Assist, air condition, ηλεκτρικά παράθυρα εμπρός, ραδιόφωνο με χειριστήρια στο τιμόνι και αισθητήρες φωτός, μεταξύ άλλων). Στις 25.420 ευρώ είναι πιο συμφέρουσα η επόμενη Sportive, που προσφέρει επίσης σύστημα πολυμέσων με οθόνη αφής 8 ιντσών, αισθητήρες παρκαρίσματος, δερμάτινο τιμόνι και λεβιέ ταχυτήτων, cruise control, προβολείς ομίχλης και ζάντες αλουμινίου 16 ιντσών. Η κορυφαία Prestige βάζει στον κατάλογο την κάμερα οπισθοπορείας, τον αυτόματο κλιματισμό και τις 17άρες ζάντες, έναντι 26.500 ευρώ.
Δείχνει προθέσεις με την πρώτη ματιά
Ανέκαθεν το Duster έστεκε επιβλητικά, με το φρεσκάρισμα του ’21 να προσφέρει ακόμα περισσότερα στοιχεία. Οι προστατευτικές ποδιές εμπρός-πίσω εμφανίζονται τονισμένες, ξεκαθαρίζοντας τις εκτός δρόμου βλέψεις του λαοφιλούς Dacia. Ειδικά η εμπρός αποτελεί βασικό στοιχείο του προφυλακτήρα, φτάνοντας μέχρι τις παρυφές της ανανεωμένης μάσκας. Εκεί δηλαδή όπου το μοτίβο των οριζόντιων «Y» βρίσκεται σε πλήρη συνάρτηση με τα ανάλογης σχεδίασης LED ημέρας, που δίνουν στο «μούτρο» του μεσαίου crossover ακόμα πιο εμφατικό τόνο. Τα σηματάκια «4×4» στα εμπρός φτερά και τα μικτά ελαστικά, που περιβάλλουν τις 17άρες ζάντες, ολοκληρώνουν την περιπετειώδη φορεσιά του τετρακίνητου Duster.
Ευρύχωρο εσωτερικό με γεροδεμένη συναρμογή
Οι σχεδιαστές της Dacia έδωσαν μεγάλη βάση στην αναβάθμιση της καμπίνας, κυρίως από πλευράς διακόσμου και gadget προσέγγισης. Η νέα οθόνη των 8 ιντσών κάνει όλη τη δουλειά, ούσα παράλληλα εύχρηστη, απλή και ευανάγνωστη. Ούτε δεκάδες εικονίδια, ούτε περιήγηση από μενού σε υπομενού. Όμορφα, νοικοκυρεμένα και εύληπτα για όλους.
Από πλευράς χώρων ούτε η παρουσία 5 ενηλίκων δεν θα δημιουργήσει παράπονα, με κάθε έναν να έχει αρκετή «άπλα» τόσο για τα πόδια, όσο και για το άνω άκρο (κεφάλι-ώμους) – συμπεριλαμβανομένου του μεσαίου πίσω. Το πορτμπαγκάζ χάνει μεν 64 λίτρα σε σχέση με το δικίνητο, αλλά τα 414 λίτρα παραμένουν επαρκής χωρητικότητα. Εξαιρετική είναι και η πρακτικότητα, μέσα από τις ιδιαίτερα χρήσιμες θήκες μικροαντικειμένων. Ενδεικτικά να αναφέρουμε τα 1,1 λίτρα που κρύβει το υποβραχιόνιο.
Τα πλαστικά παραμένουν σκληρά στην αφή, όμως η εμφάνισή τους έχει βελτιωθεί αρκετά. Αυτό που δεν χρειαζόταν πείραγμα ήταν η συναρμογή, που συνεχίζει να βρίσκεται σε πολύ καλό επίπεδο και να σου δίνει την εντύπωση πως ταμπλό και λοιποί συνδαιτημόνες, θα αντέξουν στο πέρας των ετών.
Αξία ο 1.500άρης ντίζελ, πολύ κοντό κιβώτιο
Τα «γαλόνια» του 1.5 Blue dCi τα ξέρουμε. Ακόμα και με την έλευση του 1.3 TCe βενζινοκινητήρα, εξακολουθεί να αποτελεί μια από τις πιο ταιριαστές επιλογές για Duster. Τα 114 άλογα (για κάποιο λόγο η Dacia αναφέρει 1 ίππο λιγότερο σε σχέση με το 2WD) αποδίδονται στις 3.750 σ.α.λ., αλλά ούτως ή άλλως δεν υπάρχει λόγος να δουλέψεις το μοτέρ μέχρι εκεί. Τα 260 Nm στις 1.750 σ.α.λ. «καθαρίζουν» στο 95% των περιπτώσεων, προσφέροντας δυνατό τράβηγμα από χαμηλά και επάρκεια ισχύος όποτε ζητηθεί από το δεξί σου πόδι.
Η επιτάχυνση του 4×4 dCi είναι ταυτόσημη του 4×2, με 10,2 δλ. για το 0-100 χλμ./ώρα. Κι αυτό παρά τα σχεδόν 100 κιλά παραπάνω που κουβαλάει (1.415 αντί 1.326). Πώς τα καταφέρνει; Μέσα από ένα πάρα πολύ κοντό 6άρι κιβώτιο. Οι πρώτες 4 σχέσεις είναι τόσο σφιχτά κλιμακωμένες μεταξύ τους, ώστε με 4η και 2.000 σ.α.λ. το κοντέρ δείχνει 50 χλμ./ώρα! Η 5η και η 6η είναι πιο «ταξιδιάρες» (130 χλμ./ώρα με 2.700 σ.α.λ.), ωστόσο το επίπεδο θορύβου διατηρείται σε αυξημένα επίπεδα επί της εθνικής οδού, λόγω και των ελαστικών. Χαρακτηριστικά τα 8 χλμ./ώρα λιγότερα τελικής (175 χλμ./ώρα, 183 χλμ./ώρα το δικίνητο).
Παρά την αντιτουριστική κλιμάκωση και τους 1,4 τόνους βάρους, η μέση κατανάλωση δεν ξεπέρασε τα 6,9 λίτρα/100 χλμ. Εδώ γίνεται η ανατροπή, καθώς στην πόλη που περιμένεις να «κάψει» περισσότερο, το κοντό κιβώτιο σε βοηθά να γλιτώνεις ανεβοκατεβάσματα και, σε ένα σχήμα οξύμωρο, συμβάλλει στη μείωση της κατανάλωσης!
Πολύ άνετο στην άσφαλτο, ασυναγώνιστο πέρα από αυτή
Με αυτά κατά νου, γνωρίζεις εκ των προτέρων πως θα έχεις θόρυβο στο ανοιχτό δίκτυο. Η ρύθμιση της ανεξάρτητης σε όλους τους τροχούς ανάρτησης, όμως, φροντίζει να ισοσκελίσει την κατάσταση, προσφέροντας απορροφητική απόσβεση. Το σετάρισμα δεν απέχει από το ιδανικό για τους ελληνικούς δρόμους, αφού περνά πάνω από λακκούβες, μπαλώματα και λοιπές κακοτεχνίες δίχως οι επιβάτες να το αντιλαμβάνονται συχνά.
Όταν αρχίσουν οι στροφές, οι κλίσεις είναι λιγότερες από αυτές που θα περίμενες βάσει ενδοτικότητας αμορτισέρ. Το Duster κρατάει πολύ καλά τη θέση του ενώ και τα ελαστικά, παρά το μικτό της γόμας και το 60άρι προφίλ, παρέχουν επαρκέστατη πρόσφυση. Βασικά, κυριότερος αποτρεπτικός παράγοντας για να κινηθείς γρήγορα με το Dacia είναι η στήριξη από το κάθισμα, που σε αναγκάζει να βάζεις γόνατο στο ταμπλό. Το τιμόνι επίσης φέρει τεχνητή αίσθηση, με το βάρος να αυξομειώνεται κομμάτι απότομα αναλόγως ταχύτητας, όντας παράλληλα και λίγο αργό.
Μόλις, όμως, αφήσεις το οδόστρωμα, έρχεσαι αντιμέτωπος με επιφοίτηση. Το Duster 1.5 Blue dCi 4×4 είναι ό,τι καλύτερο κυκλοφορεί σε λογικό -και όχι μόνο, για να ακριβολογούμε- φάσμα τιμολόγησης, αν SUV/crossover για σοβαρές εκτός δρόμου περιπέτειες. Το κοντό κιβώτιο βοηθάει πολύ, προστατεύοντας τα γρανάζια και τα διαφορικά από τη διαρκή κίνηση με 1η-2α στα κακοτράχαλα περάσματα. Εδώ «παίζεις» μεταξύ 2ας και 3ης, εμπλέκοντας αρκετά συχνά και την 4η. Η απόσταση των 214 χλστ. από το έδαφος και οι ποδιές σε γεμίζουν αυτοπεποίθηση, την ώρα που στοιχειωδώς πατημένο να είναι το έδαφος μπορείς να αναπτύξεις φόρα ικανή να «σηκώσει» μέχρι 5η! Συν ότι οι εναλλαγές σχέσεων, σε συνδυασμό με την κίνηση σε χώμα, σου δημιουργούν μια ψευδαίσθηση ράλλυ. Εξάλλου, στο τσακίρ κέφι, έχεις κι ένα μηχανικό χειρόφρενο πίσω από τον -σχετικά χαλαρό- λεβιέ ταχυτήτων.
Στις περισσότερες των περιπτώσεων δεν απαιτείται καν το «κλείδωμα» της τετρακίνησης. Βάζεις 1η (ή μένεις με 2α) και αναρριχάσαι απροβλημάτιστα, ακόμα και σε λασπωμένο έδαφος. Εξίσου εύκολη είναι και η κατάβαση, δίχως καν την εμπλοκή του hill descent. Απλά αφήνεις στο κιβώτιο 1η (αν μιλάμε για έντονο «χάσιμο») και ρεγουλάρεις με το αξιοσημείωτα ακριβές πεντάλ του φρένου, χωρίς την έγνοια ότι μπορεί να ρετάρει ή να σβήσει το μοτέρ.
(+) Εμφάνιση, τιμή, άνεση, χώροι, δυνατότητες και fun to drive χαρακτήρας εκτός δρόμου, κατανάλωση, ελαστικότητα κινητήρα
(-) Κοντή κλιμάκωση (για την άσφαλτο), θόρυβος κινητήρα