Η μόνιμη επωδός των υποστηρικτών της ηλεκτροκίνησης, αφορά στις μηδενικές εκπομπές ρύπων αυτών καθαυτών των αυτοκινήτων. Ο εδραιωμένος αντίλογος αναφέρει πως το ρεύμα, που χρησιμοποιούν τα αυτοκίνητα μηδενικών ρύπων, από κάπου παράγεται. Και αυτή η παραγωγή, συνιστά βαρύτερο περιβαλλοντικό αποτύπωμα εν συγκρίσει με τους θερμικούς κινητήρες. Με άλλα λόγια, εγείρονται τεράστια ερωτήματα σχετικά με το κατά πόσο είναι πιο «καθαρά» τα ηλεκτρικά από τα βενζινοκίνητα και τα ντίζελ.
Έρευνα από τη Γερμανία έρχεται να δώσει τις απαντήσεις, ξεκαθαρίζοντας το τοπίο γύρω από την… «καθαριότητα» των EVs και το συσχετισμό τους με τις μηχανές εσωτερικής καύσης. Σύμφωνα με τα ευρήματα του VDI Gesellschaft Fahrzeug (Γερμανική Ένωση Μηχανικών), όντως τα ηλεκτρικά ρυπαίνουν λιγότερο από τα οχήματα με Μ.Ε.Κ., ακόμα κι όταν συμπεριλάβουμε τη βεβαρημένη πηγή της ενέργειάς τους. Απλά, πρέπει να περάσουν αρκετές χιλιάδες χιλιόμετρα για να κάνουν οικολογική απόσβεση. Σύμφωνα με τους Γερμανούς ένα ηλεκτρικό αυτοκίνητο θέλει 90.000 χλμ. προκειμένου να ισοσταθμίσει το αυξημένο περιβαλλοντικό φορτίο, που προκύπτει από τις εξορύξεις των πρώτων υλών (λίθιο, νικέλιο, κοβάλτιο κλπ) και την κατασκευή των μπαταριών. Μέχρι τις 90.000 χλμ. δηλαδή, ένα όχημα βενζίνης ή ντίζελ ρυπαίνει συνολικά λιγότερο. Από εκεί και πάνω, το EV αρχίζει να παίρνει προβάδισμα.
«Η ακριβής αξιολόγηση του κύκλου ζωής των αυτοκινήτων εξαρτάται από πολλούς παράγοντες – τον τόπο παραγωγής, το ενεργειακό μείγμα στην παραγωγή οχημάτων και εξαρτημάτων, το σύστημα κίνησης, αλλά και το είδος της ενέργειας που χρησιμοποιείται», δήλωσε ο Δρ. Joachim Damasky, πρόεδρος του VDI Gesellschaft Fahrzeug. «Τα ηλεκτρικά και υβριδικά οχήματα ξεκινούν με οικολογική επιβάρυνση, λόγω του τρόπου εξασφάλισης πόρων και την παραγωγική διαδικασία των εξαρτημάτων, η οποία επιφορτίζεται από το γεγονός ότι στη συντριπτική της πλειοψηφία γίνεται στην Ασία. Κάτι που σημαίνει ότι εκτός του αποτυπώματος της εξόρυξης και της κατασκευής μπαταριών, το περιβάλλον δέχεται και εκείνο (σ.σ. το αποτύπωμα) της μεταφοράς τους στην Ευρώπη ή άλλες αγορές».
Ωστόσο, υπογραμμίζεται ότι κατά τη διάρκεια της ζωής τους τα EV γίνονται η πιο καθαρή επιλογή. Μετά από 200.000 χλμ. ένα ηλεκτρικό θα έχει εκλύσει 24,2 τόνους CO2, ενώ ένα ντίζελ θα έχει εκπέμψει 33 τόνους (+36%). Εξίσου καλή εικόνα εμφανίζουν και τα υβριδικά, καθώς στην ίδια χρονική περίοδο ένα plug-in hybrid αναμένεται να εκπέμψει 24,8 τόνους CO2 – μόλις 0,6 τόνους παραπάνω από ό,τι ένα αμιγώς ηλεκτρικό. Παρόλα αυτά, υπάρχουν αστερίσκοι και περιθώρια βελτίωσης. Αν, για παράδειγμα, το ρεύμα για την κίνηση του EV προέρχεται από ορυκτά καύσιμα (βλέπε λιγνίτη), θα μπορούσε να χρειαστούν έως και 160.000 χλμ. για να γίνει πιο «πράσινο» από ένα όχημα εσωτερικής καύσης.