Με τις εκπομπές μαγειρικής να βρίσκονται παντού στην τηλεόραση και τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης, η γαστριμαργική ορολογία έχει μπει για τα καλά στην καθημερινότητα. Λέξεις όπως «παρασκευές», «μπαλοτίνα» και λοιπές διανθίζουν το λεξιλόγιο πολλών φαν της κουζίνας. Στην κορυφή όλων, το μαγειρικό Έβερεστ: τα αστέρια Michelin. Τι σχέση έχουν τα λάστιχα με τις κατσαρόλες και τα τηγάνια;
Για να εντοπίσουμε τις ρίζες του πιο διάσημου, αναγνωρισμένου και ακριβοθώρητου οδηγού εστιατορίων, θα πρέπει να γυρίσουμε το χρόνο στην αυγή του 20ου αιώνα. Στο 1900, όπου στη Γαλλία υπήρχαν όλα κι όλα 3.000 αυτοκίνητα. Εκεί που δυο αδέλφια, ο Édouard και André Michelin, αναζητούσαν τρόπους διαφήμισης της αυτοκίνησης και, κατ’ επέκταση, τόνωση της αγοράς των ελαστικών. Για να κεντρίσουν το ενδιαφέρον των αυτοκινητιστών -και τους υποψήφιους αυτών- οι αφοί Michelin δημιούργησαν τον αντίστοιχο οδηγό, που περιείχε χρήσιμες πληροφορίες και συμβουλές όπως οδηγίες επισκευής και αλλαγής ελαστικού, χάρτες, αλλά και λίστες με συνεργεία, ξενοδοχεία και βενζινάδικα καθ’ όλη τη γαλλική επικράτεια.
Η πρώτη έκδοση σημείωσε μεγάλη επιτυχία, κυκλοφορώντας σε 35.000 αντίτυπα. Δωρεάν, αλλά σκοπός ήταν η διαφήμιση, όχι το κέρδος από το ίδιο το έντυπο. Το 1904 κυκλοφόρησε Οδηγός για το Βέλγιο και σιγά-σιγά, άρχισε να εξελίσσεται σε μόδα. Αλγερία και Τυνησία ακολούθησαν το 1907, Άλπεις και Ρήνος (Βόρεια Ιταλία, Ελβετία, Βαυαρία και Ολλανδία) έναν χρόνο αργότερα, Γερμανία, Ισπανία και Πορτογαλία το 1910, Βόρειος Αφρική, Νότια Ιταλία και Κορσική το 1911, ενώ από το 1909 είχε κυκλοφορήσει και στα αγγλικά.
Η έναρξη του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου έβαλε προσωρινό τέλος στην κυκλοφορία του Οδηγού Michelin, όμως με τη λήξη επανακυκλοφόρησε – πάντα σε δωρεάν μορφή. Το 1920, ήρθε το σημείο καμπής. Οι φήμες για την αλλαγή προσανατολισμού είναι αρκετές, όμως όλες συγκλίνουν σε ένα γεγονός. Κατά τη διάρκεια επίσκεψης σε βουλκανιζατέρ, λέγεται ότι ο André Michelin είδε μια στοίβα από τα έντυπά του να λειτουργούν ως στήριγμα, σε πάγκο εργασίας. Κάπου εκεί «τρελάθηκε» και άλλαξε ρότα, ακολουθώντας το γνωμικό πως ο άνθρωπος σέβεται μόνο ό,τι πληρώνει. Έκτοτε όποιος ήθελε Οδηγό Michelin, θα έπρεπε να τον πληρώνει.
Το αντίτιμο έφτασε τα 75 φράγκα και, με τα δεδομένα των αρχών της δεκαετίας του 20, ήταν πανάκριβος. Αναλόγως, προσαρμόστηκε το περιεχόμενο. Οι διαφημίσεις, τα συνεργεία και τα βενζινάδικα αφαιρέθηκαν, ενώ θέση στις σελίδες κέρδιζαν μόνο καλά εστιατόρια και ξενοδοχεία. Ο Οδηγός άρχισε να απευθύνεται στην υψηλή κοινωνία, το κύρος του να ανεβαίνει και το κομμάτι με τα εστιατόρια να κεντρίζει το μεγαλύτερο ενδιαφέρον. Βασιζόμενοι σε αυτό, οι Michelin αποφάσισαν να επιστρατεύσουν δοκιμαστές, τους οποίους έστελναν στα εστιατόρια για να αξιολογήσουν φαγητά και σέρβις. Τα καλύτερα, έφταναν στο τυπογραφείο.
Η μορφή που όλος ο κόσμος της γαστρονομίας ξέρει και αντιμετωπίζει ως εικόνισμα, ήρθε το 1926. Τότε εισήχθησαν στην αξιολόγηση τα αστέρια, ως μονάδες μέτρησης της ποιότητας. Αρχικά, ήταν μόνο ένα. Από το 1931 η βαθμονόμηση άλλαξε σε «1, 2, 3», ενώ την ίδια χρονιά το χρώμα του εξωφύλλου άλλαξε από μπλε σε κόκκινο, όπως παραμένει μέχρι σήμερα. Τέλος, το 1936 δημοσιεύτηκαν τα κριτήρια απονομής των αστεριών:
- 1 αστέρι Michelin: «Πολύ καλό εστιατόριο στην κατηγορία του» (Une très bonne table dans sa catégorie)
- 2 αστέρια Michelin: «Εξαιρετική μαγειρική, αξίζει να κάνεις την παράκαμψη» (Table excellente, mérite un détour)
- 3 αστέρια Michelin: «Εξαίσια κουζίνα, αξίζει να ταξιδέψεις για αυτή» (Une des meilleures tables, vaut le voyage)
Πέρα από τις κριτικές, τα φαντεζί πιάτα και τις γκουρμέ απολαύσεις, ο Οδηγός Michelin είχε συμμετοχή ακόμα και στη Μάχη της Νορμανδίας! Ενώ η κυκλοφορία του είχε σταματήσει με την έναρξη του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου, το καλοκαίρι του 1944 οι Σύμμαχοι ζήτησαν αντίτυπα της έκδοσης του 1939. Τόσο καλά ενημερωμένες και ακριβείς ήταν οι πληροφορίες, ώστε οι Συμμαχικές Δυνάμεις χρησιμοποιούσαν τους χάρτες του Οδηγού αντί των στρατιωτικών για τη διαμόρφωση στρατηγικής!
Αν κρίνουμε από την επιτυχία τόσο της «Επιχείρησης Ποσειδών» (η Απόβαση), όσο και της «Όβερλορντ» (η Μάχη της Νορμανδίας), μπορούμε να πούμε πως η Ιστορία τον βράβευσε πανηγυρικά με 3 αστέρια.