Από το 2010 που έκανε την εμφάνισή του το πρώτης γενιάς Dacia Duster, αγαπήθηκε από το αγοραστικό κοινό, αφού με λίγα λεφτά προσέφερε ένα αναλογικά πληθωρικό αμάξωμα και μάλιστα κατηγορίας SUV. Αντίστοιχα παρείχε πολύ καλές ανέσεις, ενώ ιδανικός συνδυασμός ήταν ο 1.500άρης πετρελαιοκινητήρας με την τετρακίνηση.
Το δεύτερης γενιάς Duster που παρουσιάστηκε το 2017 και δέχτηκε μια ανανέωση πρόσφατα, εκσυγχρονίστηκε σε κάθε επίπεδο, έγινε ακόμα πιο ελκυστικό σχεδιαστικά και κράτησε το άριστο value for money. Έτσι βρέθηκε μεταξύ των δημοφιλέστερων αυτοκινήτων στην Ευρώπη και ειδικά στα λαοφιλή SUV. Με τιμές που ξεκινούν από 15.990 ευρώ, αποτελεί με διαφορά το πιο οικονομικό σε τιμή μικρομεσαίο SUV της αγοράς.
Παρά το γεγονός αυτό, θα περίμενε κανείς ότι η Dacia θα έχει κάνει αναγκαστικά «εκπτώσεις» για να ρίξει το κόστος παραγωγής. Και όμως το Duster διαθέτει κάτι πολύ χρήσιμο (το είχε και στην πρώτη γενιά, όπως επίσης και το Sandero), που συναντάται σε ακριβότερα αυτοκίνητα και φαίνεται μόνο όταν ανοίξει το εμπρός καπό. Τα πρακτικά αυτά εξαρτήματα που διευκολύνουν πάρα πολύ, είναι τα δύο αμορτισέρ που βρίσκονται κοντά στις βάσεις του καπό και αναλαμβάνουν να το σηκώσουν, όπως συμβαίνει και με την πόρτα του χώρου αποσκευών.
Έτσι γλιτώνουν τον οδηγό -και όχι μόνο- από τη δύσχρηστη διαδικασία που απαιτείται, ακόμα και για απλούς ελέγχους – εργασίες στο χώρο του κινητήρα (π.χ. να γεμίσει με νερό το δοχείο των υαλοκαθαριστήρων). Στα περισσότερα αυτοκίνητα (πλην των πολυτελείας) χρειάζεται κανείς να ψάχνει τη μεταλλική μαύρη ράβδο και κατόπιν την εσοχή που κουμπώνει στο καπό, το οποίο με τη σειρά του αν είναι μεγάλο και βαρύ, τότε η δυσχεραίνεται περεταίρω η όλη διαδικασία. Αν μάλιστα φυσάει, η κατάσταση γίνεται πολύ χειρότερη. Παράλληλα με την τοποθέτηση ενός ή δύο αμορτισέρ μένει περισσότερος ελεύθερος χώρος στον κινητήρα, ενώ είναι και πιο ασφαλή από την κλασική ράβδο.