Το Fiat Coupe έγινε γνωστό με το προσωνύμιο «η Ferrari του φτωχού». Η συνειρμική αυτή σύνδεση με το «Cavallino Rampante» ήταν δισυπόστατη. Αφενός, η σχεδίαση ήταν τόσο διαφορετική σε σχέση με όλα τα άλλα όταν παρουσιάστηκε το 1993, που ξεχώριζε σαν Ferrari (ακόμα σήμερα ξεχωρίζει, δηλαδή). Αφετέρου, οι επιδόσεις του 20V Turbo δεν απείχαν ιδιαίτερα από αυτές της τότε βασικής Ferrari, της 348 TB.
Το 5κύλινδρο, 20βάλβιδο υπερτροφοδοτούμενο μοτέρ απέδιδε 220 ίππους στις 5.750 σ.α.λ. και 310 Nm στις 2.500 σ.α.λ., επιταχύνοντας στα πρώτα 100 χλμ./ώρα εντός 6,3 δλ. και συνεχίζοντας μέχρι τα 250 χλμ./ώρα. Συγκριτικά, η 348 TB απέδιδε 300 ίππους στις 7.200 σ.α.λ. και 324 Nm στις 4.200 σ.α.λ. από τον V8 των 3.402 κ.εκ., απαιτώντας 6,0 δλ. για το 0-100 χλμ./ώρα και φτάνοντας μέχρι τα 267 χλμ./ώρα. Όλα αυτά, με μια «μικρή» -πέραν της τιμής και του ονόματος- διαφορά: η Ferrari ήταν κεντρομήχανη και πισωκίνητη, τη στιγμή που το Coupe έπρεπε να περάσει τόση ισχύ από τους εμπρός τροχούς.
Για το λόγο αυτό, όλα τα Turbo (16V, 20V, 20V Plus) διέθεταν Viscous μπλοκέ διαφορικό. Σε αυτό προσθέστε την ανεξάρτητη ανάρτηση σε όλους τους τροχούς και το προσεγμένο στήσιμο ενός σασί, που βασιζόταν σε αυτό του Fiat Tipo, και έχετε τη συνταγή ενός low budget supercar. Σήμερα, τα πολύ καλά και κυρίως εργοστασιακά δείγματα σπανίζουν. Το ασημί των φωτογραφιών σίγουρα συγκαταλέγεται σε αυτά.
Αγοράστηκε πρώτη φορά το 1996 και μέχρι σήμερα, έχει «κεράσει» πεντακύλινδρες μελωδίες 49.685 χλμ. Περίπου 1.910 χλμ. κάθε ένα από τα 26 χρόνια κυκλοφορίας του, δηλαδή. Το αμάξωμα δεν εμφανίζει σημάδια φθοράς, ενώ το ίδιο ισχύει για το εσωτερικό και -σύμφωνα με το ιστορικό συντήρησης- τα μηχανικά μέρη. Παρά το ελαφρώς αντι-εμπορικό ασημί χρώμα, το γεγονός ότι πρόκειται για ένα από τα ελάχιστα Fiat Coupe 20V Turbo (και Coupe γενικότερα) στην Αμερική είναι ικανό να κρατήσει τα χρήματα που ζητάει ο πωλητής, στις 17.998 δολάρια (18.210 ευρώ)