Σε μια σημαντική αλλαγή γύρω από τη χρήση φθαρμένων ελαστικών προχωρά η Ευρωπαϊκή Ένωση, προκειμένου αφενός να αυξήσει την οδική ασφάλεια και αφετέρου, να βοηθήσει στην αποσυμφόρηση του περιβάλλοντος.
Βάσει του νέου κανονισμού R117-04, η απόδοση ενός ελαστικού θα πρέπει να μην επηρεάζεται από τη φθορά. Πιο σωστά και συγκεκριμένα, η ελάχιστη επιτρεπόμενη απόσταση ακινητοποίησης στο βρεγμένο θα πρέπει να επιτυγχάνεται ακόμα κι όταν τα λάστιχα βρίσκονται στα «τελευταία» τους, δηλαδή το βάθος του πέλματος έχει φτάσει στα 1,6 χλστ. Μέχρι πρότινος, το μίνιμουμ φρενάρισμα σε βρεγμένο οδόστρωμα ελέγχονταν μόνο όταν το λάστιχο ήταν ολοκαίνουργιο. Από εδώ και στο εξής, όμως, η επίδοση (η ελάχιστη δυνατή, όχι το καλύτερο αποτέλεσμα) θα πρέπει να σημειώνεται ακόμα και με το πέλμα σχεδόν «καραφλό». Οι λόγοι πίσω από την απόφαση των νομοθετών, κρύβονται στη μεγιστοποίηση της απόδοσης, αλλά και της διάρκειας ζωής.
Με το έως τώρα πλαίσιο, ένα μοντέλο ελαστικού μπορεί να απέδιδε εξαιρετικά ως καινούργιο και να έκανε «πατινάζ» στα 1,6 χλστ. Τώρα, αναγκαστικά θα πρέπει να μπορεί να πιάνει το ελάχιστο δυνατό όριο, ακόμα κι όταν είναι βήμα πριν την αντικατάσταση. Ο έτερος λόγος, δε, αφορά ακριβώς αυτό: την αντικατάσταση. Σύμφωνα με τα στοιχεία της Michelin, το 50% των ελαστικών στα αυτοκίνητα αντικαθίστανται με το βάθος του πέλματος στα 3 χλστ. (κατά μέσο ευρωπαϊκό όρο, μην κοιτάμε τα δικά μας) – σχεδόν το διπλάσιο του μίνιμουμ ορίου. Κάτι που σημαίνει ότι τα λάστιχα στοιβάζονται για απόρριψη ή ανακύκλωση, ενώ έχουν ακόμα «ψωμί».
Η αλλαγή στη νομοθεσία προβλέπεται να ρίξει τον αριθμό της κατανάλωσης ελαστικών κατά 128 εκατ. μονάδες ετησίως, μειώνοντας αντίστοιχα τις εκπομπές ρύπων κατά 6,6 εκατ. τόνους CO2 και εξοικονομώντας περί τα 7 δις ευρώ στο καταναλωτικό κοινό! Αν μάλιστα εφαρμοζόταν κάτι τέτοιο σε παγκόσμια κλίμακα, η Michelin εκτιμά πως η περιττή κατανάλωση ελαστικών θα μειωνόταν κατά 400 εκατ. κομμάτια, γλιτώνοντας παράλληλα την ατμόσφαιρα από 35 εκατ. τόνους διοξειδίου του άνθρακα!