Τα τελευταία χρόνια παρατηρείται μια μανία των νομοθετών με τα όρια ταχύτητας (πέρα από τις εκπομπές ρύπων, δηλαδή), τα οποία βαίνουν διαρκώς μειούμενα. Υπάρχουν διάφορες έρευνες που επιχειρηματολογούν υπέρ, αλλά και κατά, αυτής της τάσης. Είναι χαρακτηριστικό πως από την όλη κουβέντα δεν έχουν γλιτώσει ούτε οι autobahn, που παραμένουν το μοναδικό οχυρό της τελικής ταχύτητας παγκοσμίως, στα σημεία όπου δεν υπάρχει όριο. Αρκετές φορές έχει ακουστεί πως αυτό θα αλλάξει, όμως τελικά φαίνεται πως η ηλεκτροκίνηση και οι τιμές των καυσίμων θα φροντίσουν για τη διατήρηση της παράδοσης.
Ο καθ’ ύλην αρμόδιος για τη συζήτηση περί επιβολής ορίων ταχύτητας στις autobahn, είναι φυσικά ο υπουργός Μεταφορών της Γερμανίας. Ο Volker Wissing μίλησε πριν λίγες μέρες για το επίμαχο σενάριο, παρουσιάζοντας μια εντελώς διαφορετική οπτική: «Ο ρυθμός με τον οποίο κινείται ένα αυτοκίνητο, είναι ευθύνη των πολιτών – αρκεί να μην μπαίνει κανένας σε κίνδυνο. Το κράτος θα πρέπει να δείξει εγκράτεια εδώ. Ούτως ή άλλως, λόγω των υψηλών τιμών στα καύσιμα, πολλοί άνθρωποι αναγκάζονται να οδηγούν πιο αργά, για χαμηλότερη κατανάλωση. Και με τα ηλεκτρικά αυτοκίνητα ο κόσμος δεν θα οδηγεί το ίδιο γρήγορα, προκειμένου να εξοικονομεί ενέργεια στην μπαταρία». Κοντολογίς, δεν χρειάζονται όρια ταχύτητας αφού οι οδηγοί δεν πατάνε το γκάζι μόνοι τους, λόγω της αρχιτεκτονικής του οχήματος.
Ο Wissing παράλληλα εφιστά την προσοχή για το μέλλον, ζητώντας την επέκταση του δικτύου των αυτοκινητοδρόμων. Μια άποψη που έρχεται σε σύγκρουση με πολλά μέλη της γερμανικής κυβέρνησης, αλλά έχει πέρα για πέρα βάση: «Στη Γερμανία έχει αυξηθεί όχι μόνο ο αριθμός των αυτοκινήτων, αλλά και η εμπορευματική κίνηση όλα αυτά τα χρόνια. Ωστόσο, δεν έχει δοθεί η ανάλογη προσοχή στην επέκταση είτε του οδικού, είτε του σιδηροδρομικού δικτύου. Μας αρέσει-δεν μας αρέσει, το 2023 θα υπάρξουν άλλοι 50 εκατομμύρια τόνοι αγαθών προς μεταφορά. Θα υπάρχει περισσότερη κίνηση στους γερμανικούς δρόμους και πρέπει να το αντιμετωπίσουμε. Διαφορετικά, η οικονομία σύντομα θα φρενάρει και θα χάσουμε θέσεις εργασίας».