Το «Α» και το «Ω» της σωστής λειτουργίας ενός κινητήρα, είναι η ποιότητα του λαδιού που διατρέχει το κύκλωμα λίπανσης. Η ακεραιότητα των μετάλλων εξαρτάται από αυτό το λεπτό φιλμ, που τα διαχωρίζει και αποτρέπει τη μεταξύ τους επαφή. Η τήρηση των προκαθορισμένων διαστημάτων συντήρησης είναι κρίσιμης σημασίας, αλλά το ίδιο ισχύει για την κατάσταση των λιπαντικών.
Τα λάδια των αυτοκινήτων μπορεί να μην είναι ευρύτερα γνωστό, όμως έχουν ημερομηνία λήξης. Οι ιδιότητες και τα χαρακτηριστικά τους αλλοιώνονται με το πέρας του χρόνου, οπότε δεν υπάρχει λόγος να κρατάμε τα παλιά όταν κάνουμε τις καθιερωμένες αλλαγές. Ο μέσος χρόνος ζωής ενός λιπαντικού, από τη στιγμή που θα ανοιχτεί, ορίζεται στην περιοχή των 6 μηνών. Η συγκέντρωση υγρασίας, μορίων σκόνης και λοιπών εξωγενών παραγόντων δημιουργούν επικαθίσεις, οι οποίες στη συνέχεια περνάνε στον κινητήρα. Με άλλα λόγια, είναι σαν να βάζουμε μεταχειρισμένα ή παλιά λάδια κι ας πρόκειται για αχρησιμοποίητα.
Με κλειστή τη συσκευασία (ή το βαρέλι, αν μιλάμε για μεγάλες ποσότητες) το προσδόκιμο ζωής κυμαίνεται μεταξύ 3 και 5 ετών, εξαρτώμενο από τη φύση και τον τύπο του εκάστοτε λιπαντικού κάθε φορά. Τα πρόσθετα ιδίως παίζουν πολύ μεγάλο ρόλο, καθώς η παρουσία μορίων σιδήρου ή χαλκού στη σύσταση επιταχύνει τη διαδικασία της οξείδωσης, μειώνοντας εκθετικά την περίοδο καταλληλότητας του λαδιού.
Σημειώνεται δε πως, όπως πολλά προϊόντα, έτσι και τα λιπαντικά του αυτοκινήτου θα πρέπει να αποθηκεύονται σε σκιερά μέρη, μακριά από ακραίες θερμοκρασίες ή υγρασία.