Οδηγούμε τα νέα smart #1 και #3

Διαβάζοντας τον τίτλο θα αναρωτιέστε εάν πρόκειται για ανάρτηση στο instagram με χάσταγκ κάποια νούμερα ή για κάποιο λεκτικό λάθος. Τίποτα από τα δύο όμως δεν ισχύει. Αναφερόμαστε στα δυο ολοκαίνουργια μοντέλα με την ονομασία #1 και #3 της γνωστής σε όλους μας smart, που παρουσιάστηκαν στην Ελλάδα από την Star Automotive Ελλάς -επίσημη αντιπροσωπεία της Mercedes-Benz και της smart στη χώρα μας.

Συγκεκριμένα, από το Μάρτιο του 2019, η smart είναι προϊόν κοινοπραξίας μεταξύ της κινεζικής Geely και της Mercedes-Benz σε ποσοστό 50%. Οι Γερμανοί ανέλαβαν το κομμάτι της σχεδίασης και την επιλογή των υλικών κατασκευής, ενώ οι Κινέζοι τη μηχανολογική εξέλιξη και την παραγωγή των μοντέλων. Αν βλέποντας τις φωτογραφίες ψάχνετε να δείτε τα γνωστά λιλιπούτεια αυτοκίνητα που όλοι ξέρουμε και πολλοί αγαπήσανε δεν θα τα καταφέρετε, καθώς αυτά μεγάλωσαν αρκετά, έγιναν SUV και φυσικά 100% ηλεκτρικά.

smart #1

Το B-SUV #1 ξεκινά από τις 36.950 ευρώ και την έκδοση Pure, ανεβαίνει στις 39.250 ευρώ για την Pro, στις 42.500 ευρώ για την Pure+, αγγίζει τις 44.900 ευρώ για την Pro+ και τις 47.600 ευρώ για τις Premium/Pulse, ενώ το κορυφαίο Brabus τιμάται στις 52.330 ευρώ. Όλα τα #1, πλην Brabus, παίρνουν κίνηση από ένα ηλεκτρικό μοτέρ 272 ίππων και 342 Nm ροπής, τοποθετημένο στον πίσω άξονα. To smart #1 προσφέρεται με δύο μπαταρίες χωρητικότητας 49 kWh και 66 kWh με ονομαστική αυτονομία 310 και 440 χλμ. αντίστοιχα. Οι επόμενες ισχυρότερες εκδόσεις Pulse και Brabus, έχουν δύο ηλεκτροκινητήρες με συνδυαστική απόδοση 370 και 430 ίππους αντίστοιχα, εφοδιάζονται αποκλειστικά με τη μεγάλη μπαταρία των 66 kWh και χαρίζουν αυτονομία 400 χλμ. Για να «γεμίσει» από 10-80% σε φορτιστή AC απαιτούνται περίπου 3 ώρες, ενώ σε DC αρκούν σχεδόν 30 λεπτά.

Το C-SUV #3  των 4.440 χλστ. τώρα, εκκινεί από τις 40.900 ευρώ για την έκδοση Pro, ανεβαίνει στις 46.400 ευρώ για την Pro+, τις 50.500 ευρώ για τις Premium/Pulse και φτάνει στις 55.280 ευρώ για το Brabus. Και εδώ η κίνηση είναι δουλειά του ηλεκτροκινητήρα των 272 ίππων και 343 Nm, εξασφαλίζοντας επιτάχυνση στα 0-100 χλμ./ώρα σε 5,8 δευτερόλεπτα. Το κορυφαίο Brabus ενσωματώνει δύο ηλεκτροκινητήρες συνολικής απόδοσης 428 ίππων, με τα 0-100 χλμ./ώρα να έρχονται σε 3,7 δευτερόλεπτα. Όλα τα smart #3 τροφοδοτούνται με την ίδια μπαταρία λιθίου νικελίου κοβαλτίου μαγγανίου 66 kWh, πλην της έκδοσης Pro που «φοράει» τη μικρότερη των 49 kWh. Η αυτονομία βρίσκεται μεταξύ 415-455 χιλιόμετρα με δυνατότητα φόρτισης έως 150 kW/h σε φορτιστή DC.

smart #3

Να σημειώσουμε ότι η κορυφαία εκδοχή Brabus και στο #1  και #3 «γίνεται» μόνιμα τετρακίνητη μόνο όταν ο οδηγός έχει επιλέξει το πρόγραμμα Sport ή Brabus. Στα υπόλοιπα 2 modes Eco και Comfort λειτουργεί ο ένας ηλεκτροκινητήρας για οικονομία ενέργειας και ο δεύτερος εμπλέκεται αυτόματα και όσο χρειαστεί, στην περίπτωση που χαθεί η πρόσφυση για να επαναφέρει την τάξη.

Στιλάτα και μοντέρνα

Προσπαθώντας να κρατηθεί όσο γίνεται ο παιχνιδιάρικος χαρακτήρας που φέρει το όνομα smart ως προς την εμφάνιση, εξωτερικά υπάρχουν διαθέσιμοι συνδυασμοί ζαντών με χρώματα και διχρωμίες αμαξώματος, ενώ εσωτερικά οι επιλογές αφορούν τα υλικά επενδύσεων, είτε από φυσικό ή τεχνητό δέρμα, είτε από ύφασμα σε διάφορα σχέδια και χρώματα. Σε κάθε περίπτωση, η συνολική εικόνα και αισθητική είναι σαφώς πιο «συμβατική» από τα smart του παρελθόντος αφού πλέον μοιάζει και είναι «πιο πολύ αυτοκίνητο» με κάποια στοιχεία να είναι δανεισμένα από τη Mercedes, όπως για παράδειγμα το πίσω μέρος του smart #3.

Ο μελλοντικός αγοραστής θα μπορεί να διαλέγει μόνο τις εκδόσεις που τον καλύπτουν ως προς τον εξοπλισμό χωρίς να μπορεί να προσθέτει έξτρα καλούδια. Αυτό σημαίνει ότι αν επιθυμεί έστω και ένα στοιχείο επιπλέον θα πρέπει αναγκαστικά να ανέβει στην επόμενη η μεθεπόμενη έκδοση. Στο εσωτερικό και των δύο συναντάμε μίνιμαλ σχεδιασμό, με ελάχιστα χειριστήρια και δύο οθόνες: Αυτές των 9,2 ιντσών για τον πίνακα οργάνων και των 12,8 ιντσών του infotainment, συν το «αόρατο» Head Up Display των 10 ιντσών. Προαιρετικά διατίθενται πανοραμική γυάλινη οροφή με ενσωματωμένα LED, δερμάτινο σαλόνι και ηχοσύστημα Beats με 13 ηχεία.

Είχαμε την ευκαιρία να οδηγήσουμε και τα 2 μοντέλα στη δικίνητη (#1) και τετρακίνητη (#3 brabus) έκδοση για μια σύντομη πρώτη γνωριμία σε ανοιχτό και επαρχιακό δρόμο σε διαδρομές της Αττικής. Και στις δύο περιπτώσεις πρόκειται για ένα ολοκληρωμένο πολύ άνετο αυτοκίνητο με περίσσια δύναμη σε όποια έκδοση και να επιλέξεις. Με το ηλεκτρικά ρυθμιζόμενο κάθισμα βρήκαμε εύκολα και γρήγορα την ιδανική θέση οδήγησης, ενώ για τους πίσω επιβάτες υπάρχει επαρκής χώρος για τα γόνατα και το κεφάλι τους ακόμα και στο μικρότερο #1. Η ανάρτηση με γόνατα ΜακΦέρσον μπροστά και πολλαπλούς συνδέσμους πίσω κάνει πολύ ικανοποιητικά τη δουλειά της, φιλτράροντας τις ανωμαλίες του δρόμου με επιτυχία, προσφέροντας μια άνετη διαδρομή. Όταν οι ρυθμοί ανέβουν και πιεστεί αρκετά, καταλαβαίνεις μεν την μετατόπιση του όγκου -των μπαταριών- αλλά τα όρια πρόσφυσης είναι υψηλά. Σε χαμηλής ποιότητας οδόστρωμα θα διαπιστώσεις ότι έχει την τάση να γλιστρήσει, χωρίς όμως να εγείρει ανησυχία ή ανασφάλεια με το τιμόνι να δίνει αρκετά καλή πληροφόρηση στον οδηγό.

Πύραυλος το Brabus

Η συνταγή της ευτυχίας βέβαια ακούει στο όνομα Βrabus, όπου ο συνδυασμός δύναμης, εσωτερικού σπορ διάκοσμου -με τα τύπου μπάκετ καθίσματα αλκαντάρα, κόκκινες ζώνες, ρίγες, φωτισμό σε αεραγωγούς, ηχεία, πόρτες- και ήχου ηλεκτροκινητήρα, πραγματικά σε απογειώνουν. Με την εντυπωσιακή επιτάχυνση των 3,7 δλ. για το 0-100, οι ευθείες σε δρόμο με στροφές, απλά εξαφανίζονται. Αρκεί να βυθίσεις το πόδι σου στο γκάζι και οι αποστάσεις εκμηδενίζονται πριν προλάβεις να το καταλάβεις και μάλιστα με αμείωτο ρυθμό όταν εξοικειωθείς μαζί του. Όλα αυτά έχοντας επιλέξει το πρόγραμμα Sport ή Brabus που κυριολεκτικά μεταμορφώνουν το μικρό SUV σε πύραυλο εδάφους-εδάφους. Τα φρένα αν και απαιτούν μερική συνήθεια είναι πολύ αποτελεσματικά, κάτι πολύ σημαντικό όταν κινείσαι σβέλτα και στηρίζεσαι σε αυτά. Η αρχιτεκτονική της ανάρτησης παραμένει η ίδια σε σχέση με τις απλές εκδόσεις αλλά η ρύθμιση είναι πιο σφικτή λόγω της αυξημένης ιπποδύναμης. Οφείλουμε να ξεκαθαρίσουμε ότι με τα συγκεκριμένα driving modes, το γκάζι έχει ακαριαία απόκριση και θέλει τεράστια προσοχή ως προς τη διαχείριση του, ειδικά σε γλιστερό οδόστρωμα. Απαιτείται από τον οδηγό χειρουργική ακρίβεια στο «πάτα-άσε» που όμως με την ανάλογη εμπειρία, η όλη διαδικασία είναι άκρως ευχάριστη.

Το επίσημο λανσάρισμα των δύο μοντέλων στην ελληνική αγορά θα γίνει το Σεπτέμβριο, όπου θα είμαστε σε θέση να σας πούμε περισσότερες λεπτομέρειες όταν τα έχουμε στα χέρια μας για εκτενείς δοκιμές.

Get it on Google Play Download on the App Store