Στην Ελλάδα, η αντιμετώπιση του πορτοκαλί φαναριού είναι απλούστατη: οι περισσότεροι που το βλέπουν, πατάνε τέρμα το γκάζι (με παράλληλο κατέβασμα ταχύτητας, αν δεν «τραβάει» το μοτέρ) και το περνάνε, συνήθως αφού έχει γίνει κόκκινο. Σε άλλες χώρες, όμως, η αντιμετώπιση του μεσάζοντα μεταξύ πράσινου και κόκκινου σηματοδότη είναι τελείως διαφορετική – κι όχι μόνο από πλευράς οδηγικής παιδείας, αλλά και πολιτιστικής.
Στην Αμερική, ας πούμε, το πορτοκαλί φανάρι αποτελεί μέρος της φολκλόρ παράδοσης και των εθνικών δεισιδαιμονιών! Πολλοί προληπτικοί Αμερικανοί βάζουν το πέρασμα με πορτοκαλί φανάρι στην ίδια κατηγορία με τη μαύρη γάτα, το πέρασμα κάτω από σκάλες, το να σου χυθεί αλάτι και ούτω καθεξής. Όπως όλες οι προλήψεις, έτσι και αυτή έχει το δικό της «γιατρικό». Εδώ δεν φτύνεις τον κόρφο σου, δεν κάνεις το σταυρό σου, ούτε πιάνεις τα χαμηλά σου. Απλά ξύνεις ή χτυπάς ελαφρά την οροφή! Εναλλακτικά, δίνεις ένα φιλικό χτύπημα στο ταμπλό, σαν να επιβραβεύεις το αυτοκίνητο.
Οι ρίζες της συγκεκριμένης, και αρκετά παράξενης, δεισιδαιμονίας εντοπίζονται στους πρώτους φωτεινούς σηματοδότες που τοποθετήθηκαν, στις αρχές του 20ου αιώνα. Οι Η.Π.Α. ξεκίνησαν να ρυθμίζουν την κυκλοφορία μέσω των τριών χρωματιστών φαναριών το 1914, εφαρμόζοντας για πρώτη φορά τη διάταξη που διαδόθηκε και επικράτησε παγκοσμίως. Τα πρώτα φανάρια ήταν κλασικοί κάθετοι στύλοι, όμως σύντομα οι χρήστες των δρόμων διαπίστωσαν πως αφενός δεν ήταν εύκολα ορατά σε κάθε περίπτωση, αφετέρου ήταν ευάλωτα στις δυνατές ριπές ανέμου. Οι Ηνωμένες Πολιτείες πλήττονται συχνά από ανεμοστρόβιλους, κόντρα στους οποίους κολώνες, δέντρα και λοιπά σταθερά αντικείμενα με ύψος υποφέρουν.
Οι Αμερικανοί βρήκαν τη λύση στα κρεμαστά φανάρια, που έχουν πολύ μεγαλύτερη ελευθερία κινήσεων και ελαστικότητα. Τα εν λόγω φανάρια συνδέονται σε σχοινιά και αφήνονται στις ορέξεις των ανέμων, πηγαίνοντας πέρα-δώθε. Κατ’ αυτό τον τρόπο η δύναμη της ριπής απορροφάται, αφήνοντας το φανάρι στη θέση του. Στις πρώτες εκτελέσεις, όμως, κάτι τέτοιο δεν ήταν σίγουρο. Τα πρώτα κρεμαστά φανάρια, είτε σε σχοινί είτε σε πυλώνα (όπως τα δικά μας), πολλές φορές κοβόντουσαν/ξεκόλλαγαν και έπεφταν στο οδόστρωμα. Αρκετά περιστατικά περιλάμβαναν και ταυτόχρονο πέρασμα οχήματος από κάτω, κάτι που σήμαινε πως το φανάρι «έσκαγε» στην οροφή ή, ακόμα χειρότερα όταν ήταν ανοιχτό το αυτοκίνητο, στα κεφάλια των επιβατών. Σε άλλες περιπτώσεις έπεφτε μπροστά από το όχημα, αναγκάζοντας τον οδηγό σε απότομα φρεναρίσματα και ελιγμούς. Κάποιοι, όταν κατάφερναν να αποφύγουν τη σύγκρουση χτύπαγαν το ταμπλό ή το τιμόνι, σαν επιβράβευση για το αυτοκίνητο που τους έβγαλε από τη δύσκολη θέση.
Για κάποιο λόγο, δημιουργήθηκε η παραφυσική εντύπωση πως τα φανάρια έπεφταν όποτε επιχειρούσε κάποιος να αψηφήσει το πορτοκαλί, σαν τιμωρία για τον οδηγό! Όποτε, λοιπόν, «έξυνε» κάποιος το μεσαίο φανό του σηματοδότη, έξυνε και κυριολεκτικά την οροφή του αυτοκινήτου ή την χτυπούσε ελαφρά, εν είδει χαδιού στο όχημα ή κοροϊδίας στο φανάρι! Κίνηση που έχει διατηρηθεί μέχρι σήμερα, με αρκετούς οδηγούς να υμνούν τον «ουρανό» όταν δεν σταματούν στο πορτοκαλί, άσχετα με το αν πρόκειται για κρεμαστό ή κλασικό σηματοδότη.