Ο έλεγχος στις λεωφορειολωρίδες περνάει στην ψηφιακή εποχή, μέσα από τις νέες κάμερες που πρόκειται να εγκατασταθούν εντός των προσεχών μηνών σε κομβικά σημεία του κέντρου της Αθήνας.
Η διαφορά των νέων καμερών σε σχέση με τις υπάρχουσες έγκειται στη δυνατότητα καταγραφής και της ταχύτητας των οχημάτων. Αντί δηλαδή να «πιάνουν» μόνο την παράβαση για τη λεωφορειολωρίδα, ελέγχουν και με πόσα χλμ./ώρα κινείται ο «καταληψίας». Συνεπώς μπορούν να βεβαιώνουν δυο πρόστιμα την ίδια στιγμή, σε περίπτωση υπέρβασης του ορίου ταχύτητας. Η βεβαίωση και καταγραφή των παραβάσεων θα γίνεται με ραντάρ και ταυτόχρονη φωτογράφηση των οχημάτων, ώστε να μην υπάρχει το παραμικρό «παράθυρο» νομικής διαφυγής.
Ο ΟΑΣΑ βρίσκεται σε διαδικασία προμήθειας 12 τέτοιων συσκευών, που θα συνοδεύονται από ισάριθμους θαλάμους, σε συνέχεια υπογραφής σχετικής σύμβασης με εξειδικευμένη εταιρία του χώρου. Η εκτιμώμενη αξία της σύμβασης ανέρχεται στο ποσό των 366.200 ευρώ, ενώ για τη λειτουργία του συστήματος θα εγκατασταθούν δύο σταθμοί εργασίας σε αντίστοιχες Διευθύνσεις της Τροχαίας, όπου θα γίνεται η επεξεργασία, η έκδοση και η αποστολή των βεβαιώσεων παραβάσεων σε αποκλειστικές λωρίδες λεωφορείων. Οι θέσεις έγιναν γνωστές, όχι όμως και το πότε θα αρχίσει η καταγραφή από τις νέες κάμερες.
Η λεωφόρος Βασ. Σοφίας έχει την τιμητική της, με 5 κάμερες. Λεωφόροι Αλεξάνδρας και Μεσογείων θα αποκτήσουν από 3 μονάδες, ενώ η εναπομείνασα κάμερα θα τοποθετηθεί στην Κηφισίας. Ο ΟΑΣΑ θα παραδίδει στην Τροχαία ανά τακτά χρονικά διαστήματα το υλικό που θα λαμβάνεται από τις νέες ψηφιακές κάμερες, έτσι ώστε τα αρμόδια όργανα να βεβαιώνουν και να αποστέλλουν τις παραβάσεις. Οι κάμερες θα λειτουργούν επί 24ώρου βάσεως, ακόμα και τις ώρες που τα λεωφορεία δεν κινούνται, καταγράφοντας κανονικά τις παραβάσεις ταχύτητας και αποστέλλοντας το «μπιλιετάκι» στους παραβάτες μαζί με τη φωτογραφία.
Σύμφωνα με τους συγκοινωνιολόγους τα οφέλη από την παρουσία των νέων καμερών επικεντρώνονται στην αύξηση της ταχύτητας των ΜΜΜ σε 23 χλμ./ώρα, στη μείωση της κατανάλωσης των λεωφορείων, στη βελτίωση της ποιότητας μεταφοράς τους (άρα πιο ελκυστικά στο επιβατικό κοινό), στην αύξηση της επιβατικής κίνησης και τη μείωση της χρήσης αυτοκινήτων, με αποτέλεσμα τη βελτίωση των περιβαλλοντικών συνθηκών.