Το αυτοκινητικό τοπίο της Ευρώπης έχει γίνει «ανάστα ο Κύριος» τις τελευταίες εβδομάδες, λόγω των επικείμενων απαγορεύσεων της Κομισιόν στα αυτοκίνητα με κινητήρες εσωτερικής καύσης. Νομοθεσία που περνάει από συνεχόμενα crash test, καθώς Γερμανία, Ιταλία και αρκετές ακόμα χώρες διατυπώνουν εντονότατες αντιρρήσεις, μπλοκάροντας την όλη διαδικασία μέχρι νεωτέρας.
Εξίσου έντονες και πολυποίκιλες αντιρρήσεις έχουν διατυπωθεί από την πρώτη στιγμή, αναφορικά με την ορθότητα και αποτελεσματικότητα αυτών των μέτρων. Θα σώσει πράγματι το περιβάλλον η ηλεκτροκίνηση; Μπορεί να το κάνει από μόνη της; Υπάρχει ενδεχόμενο να είναι «φούσκα»; Μήπως τα ηλεκτρικά ρυπαίνουν περισσότερο, αν λάβουμε υπόψη τους τρόπους παραγωγής ενέργειας και την εξόρυξη των πολύτιμων μετάλλων, που χρειάζονται για την κατασκευή των μπαταριών; Μήπως εν τέλει, απλούστατα, δεν κάνουν δουλειά οι απαγορεύσεις των Μ.Ε.Κ. και η επιβολή των EVs; Την απάντηση δίνουν τα στοιχεία της ίδιας, της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Και θα πρέπει να βάλουν σε πολύ σοβαρές σκέψεις, όσους παίρνουν αποφάσεις στις Βρυξέλλες.
Όπως αποκαλύπτουν τα δεδομένα της Eurostat, το τελευταίο τρίμηνο του 2022 σημειώθηκε αύξηση 2% στις παραγόμενες εκπομπές ρύπων επί εδαφών Ε.Ε., με 854 εκατ. τόνους CO2 να εκλύονται στην ατμόσφαιρα από όλους τους κλάδους. Αύξηση που αποδίδεται εν πολλοίς στην επιστροφή των κανονικών ρυθμών, καθώς το 2020 είχαμε το «πάγωμα» των πάντων λόγω COVID και το 2021 τη σταδιακή επαναφορά στην κανονικότητα. Αν συγκρίνουμε τα νούμερα με εκείνα του 2019, του τελευταίου έτους πριν την λαίλαπα της πανδημίας, παρατηρούμε μείωση 4% στις εκπομπές αερίων του θερμοκηπίου (854 εκατ. τόνοι αντί 889). Οπότε στο σύνολο, οι ενέργειες των Ευρωπαίων για καθαρότερο περιβάλλον μοιάζουν να αποδίδουν. Με το επίμαχο και δαιμονοποιημένο ζήτημα των αυτοκινήτων, ωστόσο, τι γίνεται;
Εκεί, παρά τις ασφυκτικές πιέσεις για τη διάδοση των ηλεκτρικών οχημάτων, βλέπουμε πως οι εκπεμπόμενοι ρύποι παραμένουν σχεδόν στα επίπεδα του 2019!Κι αυτό παρότι σε αρκετά αστικά κέντρα της Γηραιάς Ηπείρου επιτρέπονται πλέον μόνο ηλεκτρικά. Ελαφρώς μειωμένα, μα κυριότερα, με ελάχιστο αντίκτυπο επί της συνολικής περιβαλλοντικής επιβάρυνσης. Αυτό που λένε πολλοί επικριτές της «λύσσας» με την οποία αντιμετωπίζεται το αυτοκίνητο, από τα νομοθετικά όργανα.
Ο τομέας των μεταφορών/ μετακινήσεων αντιστοιχεί στο 13% των συνολικών εκπομπών CO2, σημειώνοντας ίδιο ποσοστό με εκείνο της αποθήκευσης προϊόντων και καταλαμβάνοντας αμφότεροι την τελευταία θέση -με διαφορά κιόλας- στην επιβάρυνση του οικοσυστήματος! Τα νοικοκυριά και η γεωργία είναι ακριβώς από πάνω, με 14%, ενώ η παραγωγή ηλεκτρικού ρεύματος και φυσικού αερίου είναι η δεύτερη πιο επιζήμια δραστηριότητα για το περιβάλλον, με 21%. Στην πρώτη θέση και ποσοστό 23% συναντάμε τη βιομηχανία, τις παραγωγικές διαδικασίες δηλαδή για την κατασκευή προϊόντων. Με άλλα λόγια, για να έρθουμε στο προκείμενο, τα εργοστάσια είναι αυτά που κάνουν τη μεγάλη ζημιά. Ο τρόπος παραγωγής των αυτοκινήτων δηλαδή, όχι η χρήση τους.
Κάπως έτσι, πάει περίπατο το κυρίαρχο επιχείρημα των νομοθετών για τον επιζήμιο ρόλο των αυτοκινήτων στην οικοσύνθεση του πλανήτη. Κυριότερα, όμως, κατακρημνίζεται αν λάβουμε υπόψη πως σε αυτό το 13% επιβάρυνσης, συνυπολογίζονται όλες οι μορφές μεταφορών: φορτηγά, λεωφορεία, αεροπλάνα, πλοία, τα πάντα. Η ευθύνη των αυτοκινήτων, κοινώς, που η Κομισιόν έχει βάλει στο στόχαστρο την τελευταία 10ετία, ζήτημα να ξεπερνά το 2-3% σύμφωνα με επιστημονικές αναφορές. Κατά τα άλλα όμως, οι EcoBoost, οι TDI και οι όμοιοί τους φταίνε για όλα στην Ευρώπη…