Τα SUV έχουν κερδίσει την πλειοψηφία εκείνων που ενδιαφέρονται να αγοράσουν ένα καινούργιο αυτοκίνητο, καθώς προσφέρουν πολλά πλεονεκτήματα. Παρά τα «εξευγενισμένα» τους χαρακτηριστικά και την κίνηση στους εμπρός τροχούς (στην πλειοψηφία τους), αρκετοί συνεχίζουν να τα αποκαλούν «τζιπάκια».
Ονομασία που έχει βγει από τη μάρκα Jeep, η οποία σήμερα διαθέτει μια γκάμα με πολύ σύγχρονα μοντέλα, με μικρούς κινητήρες και υβριδικά συστήματα που έχουν ρίξει κατά πολύ την κατανάλωση. Ωστόσο, τα παλαιότερα Jeep συνεχίζουν να εκπέμπουν μια μοναδική γοητεία, αλλά πλέον είναι ασύμφορα ως προς το κόστος χρήσης.
Όπως για παράδειγμα το πολύ δημοφιλές και στη χώρα μας τρίτης γενιάς Cherokee, με τα χαρακτηριστικά στρογγυλά φανάρια και το τετραγωνισμένο αμάξωμα με τις λειασμένες γωνίες. Όταν λανσαρίστηκε το 2002 αποτελούσε για πολλούς ένα status symbol και είχε πουλήσει αρκετά, παρά τους μεγάλης χωρητικότητας και βενζινοβόρους κινητήρες των 2.4 λτ. και 3.7 λτ. Σίγουρα άλλες εποχές, αλλά και πάλι τα κόστη ήταν πολύ υψηλότερα από τα 2λιτρα για παράδειγμα, Toyota RAV4, Nissan X-Trail και Suzuki Grand Vitara.
Τώρα αυτά τα Cherokee πωλούνται για λίγα χρήματα, μεταξύ 3.000-5.000 ευρώ, δηλαδή φθηνότερα από πολύ μικρότερα αυτοκίνητα. Όμως τα μεγάλα βάρη αφορούν τα πάρα πολύ υψηλά τέλη κυκλοφορίας των 840 ευρώ για το 2.5 λτ. και των 1.050 ευρώ για το 3.7 λτ., συν τη… λαιμαργία τους για βενζίνη. Με μια κατανάλωση της τάξεως κοντά στα 15 λτ./100 χλμ., συνεπάγεται πάνω από 35 ευρώ για κάθε 100 χιλιόμετρα! Βέβαια, υπάρχει και η λύση του κιτ LPG, το οποίο πολλά μεταχειρισμένα το διαθέτουν, αλλά πιθανότατα να χρειάζεται έλεγχο.
Πληροφοριακά, το 2,5άρι μοτέρ είχε ισχύ 147 ίππων και 224 Nm ροπής και η μετάδοση γινόταν με χειροκίνητο κιβώτιο 5 ταχυτήτων (0-100 χλμ./ώρα σε 13,9 δλ.). Το 3.7 λτ. V6 απέδιδε 211 ίππους και 319 Nm ροπής και συνδυάζονταν με αυτόματο κιβώτιο 4 ταχυτήτων (0-100 χλμ./ώρα σε 10,8 δλ.).
Το Jeep Cherokee 3ης γενιάς βασίζεται σε πλαίσιο τύπου σκάλας, ενώ οι αναρτήσεις του αποτελούνται από διπλά ψαλίδια μπροστά και άκαμπτο άξονα πίσω με φύλλα σούστας. Στην άσφαλτο δεν παρουσιάζει κάποιο ενδιαφέρον, όμως εκτός δρόμου είναι πολύ ικανό και βρίσκεται στο στοιχείο του. Γεγονός που ενισχύεται από τις αυξημένες διαδρομές των αναρτήσεων και τις επιλογές με κίνηση μόνο πίσω, στους τέσσερις τροχούς με κεντρικό διαφορικό και κοντές σχέσεις. Παρόλα αυτά θα πρέπει να ξεπεραστούν και κάποια άλλα αρνητικά του γνωρίσματα, όπως η άβολη θέση οδήγησης, το πολύ φαρδύ τούνελ μετάδοσης μπροστά και η μέτρια ποιότητα κατασκευής.