Κατά την αναζήτηση αγοράς ενός αυτοκινήτου και ειδικά μεταχειρισμένου, η αξιοπιστία παίζει σημαντικό ρόλο, αφού κανείς δεν θέλει να τρέχει στα συνεργεία για κάθε πιθανή βλάβη που μπορεί να εμφανιστεί. Βέβαια, όσο καλό όνομα και να έχει ένα μοντέλο σε αυτό τον τομέα, μεγάλο ρόλο παίζει και ο οδηγός, αφού αν το κακομεταχειρίζεται και δεν κάνει τα προγραμματισμένα service, τότε αργά ή γρήγορα θα αρχίσουν τα προβλήματα.
Μια πρόταση αυτοκινήτου από δεύτερο χέρι, που έχει αποδείξει και σε έρευνες ότι είναι πολύ αξιόπιστο, είναι το 2ης γενιάς Auris. Συγκεκριμένα και σύμφωνα με τα αποτελέσματα της γερμανικής TÜV που ανακοινώνει η Autobild, το Auris του 2012-2019, ταλαιπωρείται από ήσσονος σημασίας ζητήματα, όπως τις λάμπες στα μικρά φώτα εμπρός – πίσω και τα φλας που καίγονται συχνά.
Σήμερα Auris με τον κινητήρα των 1.33 λτ. και πρώτη ταξινόμηση μεταξύ 2013-2104 πωλούνται κατά μέσο όρο γύρω στις 10.000-11.000 ευρώ, με το μεταγενέστερο facelift να κοστίζει περίπου χίλια ευρώ παραπάνω. Από τις βασικές εκδόσεις περιλαμβάνονται στον εξοπλισμό του ESP, 6 αερόσακοι ηλεκτρικά παράθυρα εμπρός, τιμόνι υποβοηθούμενο και ρυθμιζόμενο, κεντρικό κλείδωμα θυρών, ηλεκτρικοί καθρέπτες, κλιματισμός και ράδιο CD.
Το Dual VVT-i μηχανικό σύνολο των 1.33 λτ. με την ισχύ των 99 ίππων στις 6.000 σ.α.λ. και τη ροπή των 128 Nm στις 3.800 σ.α.λ. δεν προβληματίζει με την απόκρισή του στις αστικές μετακινήσεις. Ωστόσο, εκτός πόλεως και όταν αναζητηθούν πιο γρήγοροι ρυθμοί δεν ενθουσιάζει με την απόδοσή του και τις επιδόσεις. Γεγονός που αποδίδεται και στη μακριά 6η overdrive ταχύτητα, η οποία ενδείκνυται μόνο για μεγάλες ευθείες σε επίπεδους και δίχως ανηφορική κλίση δρόμους. Στα θετικά του στοιχεία ανήκουν η χαμηλή κατανάλωση και εκπομπές CO2 (5,4 λτ./100 χλμ. και 125 γρ./χλμ. με βάση τις εργοστασιακές μετρήσεις).
Στο δρόμο το δεύτερης γενιάς Auris 1.33 εμφανίζεται ισορροπημένο και εστιάζει στην άνεση και στην ευκολία στην οδήγηση. Οι αναρτήσεις με τα γόνατα ΜακΦέρσον και τον ημιάκαμπτο άξονα πίσω εξασφαλίζουν αρκετά καλή σταθερότητα σε ευθείες και λογικές κλίσεις στις στροφές, όπου ο οδηγός λαμβάνει καλή αίσθηση και αμεσότητα από το τιμόνι με τις 2,67 στροφές από άκρη σε άκρη.
Ο θάλαμος των επιβατών του προγενέστερου μικρομεσαίου χάτσμπακ της Toyota ικανοποιεί με τα συνολικά του χαρακτηριστικά. Ευχάριστη νότα αποτελεί η μεταλλική σε όψη επένδυση στο ταμπλό, τιμόνι και πόρτες που μοιάζει σαν βουρτσισμένο αλουμίνιο. Επίσης, οι πιο πλούσιες εκδόσεις διαθέτουν και οθόνη αφής 6,1 ιντσών του συστήματος πολυμέσων Toyota Touch2. Ποιοτικά, το μεγαλύτερο μέρος στο πάνω τμήμα του ταμπλό είναι κατασκευασμένο από μαλακό πλαστικό και η συναρμογή φαίνεται προσεγμένη, όμως δεν αποκλείονται τριγμοί. Στον τομέα των χώρων τα καταφέρνει αρκετά καλά, μιας και στο πίσω τμήμα της καμπίνας με το επίπεδο δάπεδο υπάρχει αρκετό πλάτος, ύψος και αέρας για τα πόδια. Ικανοποιητικό αν και ρηχό είναι το πορτ μπαγκάζ των 360 λίτρων με τις θήκες για μικροαντικείμενα κάτω από το δάπεδο.
Σημείωση: Το εικονιζόμενο αυτοκίνητο δεν αφορά αγγελία.