Με πάνω από 14 εκατομμύρια πωλήσεις σε όλο τον κόσμο, σχεδόν 40 χρόνια (39 για την ακρίβεια) στην παραγωγή και 6 γενιές, το Corsa αποτελεί ένα από τα πιο σημαντικά αυτοκίνητα της Opel τόσο στην Ευρώπη, όσο και το εν Ελλάδι στερέωμα. Από τις πιο all around επιλογές, εκείνη με τον 1.200άρη τούρμπο κινητήρα και το αυτόματο κιβώτιο των 8 σχέσεων.
Η τελευταία γενιά βρίσκεται μαζί μας από το 2020, προσφερόμενη με ολοκληρωμένη γκάμα κινητηρίων συνόλων (βενζίνη, ντίζελ, ηλεκτρικό) και εκδόσεις που στοχεύουν στην ικανοποίηση κάθε γούστου. Το Corsa ξεκινά από τις 18.400 ευρώ με τον 1.200άρη ατμοσφαιρικό των 75 ίππων, το υπερτροφοδοτούμενο βενζινοκίνητο εκκινεί από τις 19.900 ευρώ και το 1.5 λτ. πετρελαιοκίνητο από τις 20.900 ευρώ. Το αυτόματο κιβώτιο διατίθεται από την έκδοση Edition και τις 21.400 ευρώ, ενώ ο εξοπλισμός είναι αρκετά πλούσιος, περιλαμβάνοντας το πακέτο συστημάτων ασφαλείας Safety Pack, σύστημα πολυμέσων με οθόνη 7 ιντσών και 16άρες ζάντες αλουμινίου, μεταξύ άλλων.
Συγκροτημένη σχεδίαση με νεανικές πινελιές
Δυο χρόνια είναι μαζί μας το Corsa 6ης γενιάς, οπότε δεν περιμένεις να γυρίζει κεφάλια στο πέρασμά του. Ούτως ή άλλως, δεν υπήρξε ποτέ αυτός ο στόχος για την ομάδα σχεδιασμού, που ακολούθησε πιο ήπια προσέγγιση σε σχέση με εκείνη του Peugeot 208, με το οποίο μοιράζεται πλατφόρμα και κινητήρες. Το εμπρός μέρος με τα αιχμηρά φωτιστικά σώματα, τη μακρόστενη μάσκα, το μεγάλο αεραγωγό και τον «κεραυνό» στο κέντρο, μαζί με το καμπύλο καπό και τα διαμήκη νεύρα, συνθέτουν μια δυναμική και άμεσα αναγνωρίσιμη ως Opel όψη.
Στο προφίλ ξεχωρίζουν τα ανάγλυφα σχήματα στο πάνω και κάτω μέρος, ενώ η πίσω όψη επίσης δηλώνει την καταγωγή της με τις απλές -αλλά όχι αδιάφορες- γραμμές σε φωτιστικά σώματα και προφυλακτήρα να ολοκληρώνουν αρμονικά το οπτικό παζλ. Το μήκος φτάνει στα 4.060 χλστ. και «ρίχνει» 4 πόντους στο απερχόμενο μοντέλο, τη στιγμή που το ύψος έχει χάσει κοντά στους 5 (1.433 χλστ.), χαρίζοντας ένα σφηνοειδές και αεροδυναμικό σχήμα, με χαμηλό συντελεστή οπισθέλκουσας 0,29.
Προσεγμένη σε ποιότητα καμπίνα με καλούς χώρους
Στο εσωτερικό συνεχίζει η ίδια εικόνα, με μετρημένες αισθητικές προσεγγίσεις και σαφή έμφαση στο «είναι» παρά το «φαίνεσθαι». Τα μαλακά υλικά στο πάνω μέρος του ταμπλό αναβαθμίζουν το διάκοσμο, ο οποίος επωφελείται από την οθόνη αφής των 7 ιντσών και τα καλοσχεδιασμένα γραφικά που τη συνοδεύουν. Τα περιστροφικά χειριστήρια του κλιματισμού σε γλιτώνουν από περιττές ενέργειες στο σύστημα πολυμέσων, επιτρέποντάς σου να αλλάζεις ρυθμίσεις εύκολα και με ασφάλεια.
Οι χώροι θα ικανοποιήσουν τους εμπρός επιβάτες, οι οποίοι πάντως θα παραπονεθούν ελαφρώς για τα καθίσματα, που έχουν πιο σκληρά και στενά πλαϊνά από όσο θα περίμενες σε μη σπορτίφ έκδοση. Πίσω, αν πρόκειται για ενήλικες ύψους 1,80 και άνω θα ακουστεί γκρίνια τόσο για τα γόνατα, όσο κυρίως το κεφάλι. Επίσης, το άνοιγμα των θυρών είναι μικρό, δυσχεραίνοντας την επι-αποβίβαση. Οι αποσκευές, πάντως, θα βολευτούν στα 309 λίτρα του χώρου αποσκευών, αν και πολλά μικρά αυτοκίνητα διαθέτουν αρκετά μεγαλύτερο πορτ μπαγκάζ.
Καλός συνδυασμός το 8άρι αυτόματο με τον 1.2 τούρμπο
Οι ρομαντικοί διαμαρτυρόμαστε συνεχώς για την εξάλειψη των χειροκίνητων κιβωτίων από τις γκάμες των κατασκευαστών, παραχωρώντας τη θέση τους στα αυτόματα. Οι κατασκευαστές, όμως, δεν τρελάθηκαν ξαφνικά και αποφάσισαν να στείλουν τη μηχανική μετάδοση στη σύνταξη. Και το πάντρεμα του 8τάχυτου EAT8 με τον 1.200άρη τρικύλινδρο υπερτροφοδοτούμενο, το αποδεικνύει περίδηλα. Η κλιμάκωση αναδεικνύει κάθε έναν από τους 100 ίππους της ισχύος, αξιοποιώντας παράλληλα μέχρι τελευταίου νιουτόμετρου τη ροπή των 205 Nm. Η μέγιστη παροχή της από τις 1.750 σ.α.λ. ευνοεί την ελαστικότητα, που απογειώνεται από τις 2 παραπάνω σχέσεις συγκριτικά με το χειροκίνητο. Διάταξη που επιτρέπει πιο σφιχτό γρανάζωμα στις πρώτες 5-6 ταχύτητες, αφήνοντας τις 2 τελευταίες για την εθνική. Παρόλα αυτά, οι επιδόσεις είναι ελαφρώς υποδεέστερες του χειροκίνητου. Τα πρώτα 100 χλμ./ώρα έρχονται σε 10,8 δλ. (από 9,9 δλ.) και η τελική ανέρχεται στα 192 χλμ./ώρα (από 194 χλμ./ώρα).
Ένα «τσακ» πιο τσιμπημένη παρουσιάζεται και η κατανάλωση, στα 6,9 λίτρα/100 χλμ. (6,6 το χειροκίνητο). Φυσικά εξακολουθεί να πρόκειται για μια πολύ καλή τιμή, η οποία δεν ανεβαίνει ιδιαίτερα ούτε όταν αποφασίσεις να πιέσεις, με το πρόγραμμα Sport ενεργοποιημένο (8,2 λίτρα/100 χλμ. είδαμε, με πολύ πάτημα στο δεξί πεντάλ). Οι αρετές του αυτόματου κιβωτίου δεν αναδεικνύονται τόσο μέσω των ψυχρών αριθμών, όσο οδηγώντας. Ο κινητήρας δεν προλαβαίνει να δείξει υστέρηση, καθώς με το που ζητήσεις παραπάνω ισχύ έχει ήδη κατέβει μια σχέση. Οι αλλαγές πραγματοποιούνται τάχιστα και δίχως αναταράξεις, αφήνοντάς σε με μόνη ένσταση τα ανεβάσματα. Εκεί όντως θα προτιμούσες να έχεις την κατάσταση στα χέρια σου, καθώς σε ορισμένες περιπτώσεις -ακόμα και στην χειροκίνητη λειτουργία μέσω των paddles- το λογισμικό αρνείται να ανεβάσει όποτε του το ζητήσεις.
Ολοκληρωμένο στο δρόμο
Το γερμανικό σουπερμίνι μπορεί να μην πλασάρεται σαν σπορτίβ επιλογή, αλλά αυτό δεν σημαίνει πως απαρνείται τις στροφές. Η πλατφόρμα CMP διακρίνεται για την ακαμψία που δίνει στο σασί, εξασφαλίζοντας στιβαρότητα στο πάτημα του Corsa. Η ισχύς του κινητήρα δεν προβληματίζει τους εμπρός τροχούς, καθώς για να προκύψει υποστροφή θα πρέπει να σανιδώσεις το δεξί πεντάλ μέσα στη στροφή. Αυτή (η υποστροφή) είναι και η μοναδική αντίδραση που σε απασχολεί σε τυχόν απώλεια πρόσφυσης, καθώς η ουρά μένει καθηλωμένη σε κάθε περίπτωση, με το ESP να εξουδετερώνει επί τόπου όποια προσπάθεια αποσταθεροποίησης.
Κλίσεις θα εμφανιστούν σε λογικό έως μικρό πλαίσιο, δείγμα του πόσο καλά έχει σεταριστεί η ανάρτηση από τους μηχανικούς. Ο ημιάκαμπτος άξονας κάνει κάποιες φορές την εμφάνισή του, μέσω αναπηδήσεων και ελάχιστων θορύβων, αλλά για να συμβεί αυτό απαιτείται οδόστρωμα της χειρίστης ποιότητας (όχι ότι έχουμε λίγα τέτοια στην Ελλάδα). Το μπροστινό από τη μεριά του ικανοποιεί σε απόκριση, αλλά το τιμόνι περνάει μια τεχνητή αίσθηση βάρους στα χέρια και έχει την τάση να αποκτά περισσότερο από το ιδεατό, με το πρόγραμμα Sport.